- σίγαση
- η, Ν [σιγάζω]επιβολή σιωπής σε κάποιον ή σε κάτι, κατασι'γαση («σίγαση τών παθών»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγάσῃ — σῑγά̱σῃ , σιγάω keep silence aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) σῑγά̱σῃ , σιγάω keep silence aor subj act 3rd sg (doric aeolic) σῑγά̱σῃ , σιγάω keep silence fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σῑγάσῃ , σιγάζω bid aor subj mid 2nd sg σῑγάσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίμωση — η / φίμωσις, ώσεως, ἡ, ΝΜΑ [φιμῶ / ώνω] 1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου 2. ιατρ. στένωση τής πόσθης τού πέους, που εμποδίζει την έξοδο τής βαλάνου νεοελλ. 1. εφαρμογή φιμώτρου 2. το κλείσιμο τού στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην… … Dictionary of Greek